γαργάλισμα

γαργάλισμα
το (Μ γαργάλισμα) [γαργαλίζω]
βλ. γαργάλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαργάλισμα — το το γαργάλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργάλημα — και γαργάλεμα και γαργάλισμα, το και γαργαλισμός, ο ερεθισμός σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, πλευρά, πέλμα κ.ά.) που προκαλεί σύσπαση τών γελαστικών μυών …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφηση — η / ψηλάφησις, ήσεως, ΝΜΑ [ψηλαφώ] το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων νεοελλ. ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση τής αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις αρχ. γαργάλισμα …   Dictionary of Greek

  • γαργαλισμός — ο το γαργάλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”